ἐνδαίω

ἐνδαίω
ἐνδαίω (A),
A light or kindle in: metaph.,

ἐ. πόθον τινί Pi.P.4.184

:— [voice] Med., burn or glow in,

ἐν δέ οἱ ὄσσε δαίεται Od.6.131

;

βέλος δ' ἐνεδαίετο κούρῃ A.R.3.286

.
------------------------------------
ἐνδαίω (B),
A distribute, in [voice] Pass., ἐνδεδασμέναι ἡλικίαι Pyth. ap. Iamb. VP31.201; cf. ἔνδασαι· μέρισον, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ενδαίω — (I) ἐνδαίω (Α) 1. ανάβω μέσα σε κάποιον («γλυκὺν ἡμιθέοισιν πόθον ἔνδαιεν Ἥρα» η Ήρα άναβε γλυκό πόθο μέσα στην ψυχή τών ημιθέων) 2. φρ. α) «ἐν δέ οἱ ὄσσε δαίεται» τα μάτια του έκαιγαν, έβγαζαν σπίθες β) «βέλος δ ἐνεδαίετο κούρῃ φλογὶ εἴκελον» το …   Dictionary of Greek

  • ἐνεδαίετο — ἐνδαίω 1 light imperf ind mp 3rd sg ἐνδαίω 2 distribute imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνδαιεν — ἐνδαίω 2 distribute imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”